- αγγλομανής
- -ής, -έςεκείνος που υπερβολικά θαυμάζει τους Άγγλους ή τους μιμείται· αφηρημ. ουσ. αγγλομανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγλομανής — ές 1. αυτός που αγαπά ή θαυμάζει σε υπερβολικό βαθμό τους Άγγλους 2. αυτός που μιμείται τις συνήθειες τών Άγγλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
αγγλομανία — η [αγγλομανής] ο υπερβολικός θαυμασμός για καθετί αγγλικό (τη χώρα και τους κατοίκους της, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και, γενικότερα, τον πολιτισμό τους), καθώς και η απομίμησή του … Dictionary of Greek